- Μυκονιάτης
- ο, θηλ. Μυκονιάτισσα [Μύκονος]ο κάτοικος τής Μυκόνου ή αυτός που κατάγεται από τη Μύκονο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μυκονιάτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Μυκόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυκονιάτικος — η, ο [Μυκονιάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μύκονο ή στους Μυκονιάτες ή αυτός που προέρχεται από τη Μύκονο («μυκονιάτικη κοπανιστή») … Dictionary of Greek
Αγανοχωρίτης, Εμμανουήλ — Αγωνιστής του 1821. Λεγόταν και Μυκονιάτης. Καταγόταν από τους Μολάους της Λακωνίας. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα … Dictionary of Greek